Η καθιέρωση των Σχολικών γιορτών στο Δημοτικό Σχολείο – Ιστορικόδιάγραμμα (19ος και 20ος αιώνας)

της Ελένης Μαυρίδου

Εισαγωγή

Μελετώντας την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης και τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του 19ου και 20ου αιώνα που στόχευαν να διαμορφώσουν ένα ολοκληρωμένο σύμφωνα με τις κοινωνικο-οικονομικές και πολιτιστικές καταστάσεις εκπαιδευτικό σύστημα, καταγράφουμε  τη μορφή και το περιεχόμενο που έλαβαν οι Σχολικές γιορτές μετά την καθιέρωσή τους στο επίσημο σχολικό πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου καθώς και την  πορεία  αναβάθμισής  τους από άνθρωποι της Εκπαίδευσης και του Θεάτρου, οι οποίοι  προσπάθησαν να τις ανανεώσουν σε παιδαγωγικό και καλλιτεχνικό επίπεδο στο πέρασμα του χρόνου.

1) 1828-1831 : Στα χρόνια του Καποδίστρια[1]

Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους  ο τομέας της εκπαίδευσης κερδίζει άμεσα το ενδιαφέρον του πρώτου της κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια. Η εκπαιδευτική του πολιτική επικεντρώνεται στην προσπάθεια θεμελίωσης της λαϊκής παιδείας και της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Το αξιακό του τρίπτυχο είναι: ηθική αγωγή, πατρίδα, ορθοδοξία. [2]

Στα λιγοστά σχολεία  που λειτουργούν  την εποχή του Καποδίστρια, πιθανά κάποιες γιορτές να λαμβάνουν χώρα, παρά το γεγονός ότι κάποιοι υποστήριζαν πως οι αργίες και οι διακοπές ήταν εμπόδιο για την πρόοδο των μαθητών της εποχής εκείνης.[3] «Η παρουσία του ‘Σχολικού Θεάτρου’ στο ελεύθερο πια ελληνικό κράτος είναι υποτονική και υποβαθμισμένη κατά τη διάρκεια ολόκληρου σχεδόν του 19ου αιώνα, για τη ‘θεατρική’ σχολική δραστηριότητα του οποίου ελάχιστες πληροφορίες διαθέτουμε. Εικοτολογικά και μόνο μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποιου είδους σχολικές παραστάσεις υπήρχαν, περιορισμένες, εξαιτίας της γενικότερης εγκατάλειψης των ιδανικών του Διαφωτισμού που παρατηρείται εξαιτίας της επιβολής των νέων αξιών και προτύπων.».[4]

2) 1833-1900: Απουσίας συνοχής της εκπαιδευτικής πολιτικής- Η καθιέρωση της πρώτης Εθνικής Γιορτής

Κατά την Οθωνική περίοδο, θα διαμορφω­θεί, θα εδραιωθεί και θ’ αποτελέσει μόνιμο συνοδό της νεοελληνικής εκ­παίδευσης ο μεταφυτευμένος από τη Βαυαρία κλασικισμός, το φανα­ριώτικο πνεύμα και η αριστοκρατική παιδεία.[5]

Παρά τα εκπαιδευτικά προβλήματα που αναδύονται (ελλιπής θεσμική θωράκιση των δασκάλων και την πλήρη εξάρτηση αυτών από τις τοπικές αρχές[6]) η καθιέρωση  και ο εορτασμός της πρώτης εθνικής γιορτής  αποτελεί γεγονός και λαμπρές εκδηλώσεις την πλαισιώνουν. Η Γιορτή της 25ης Μαρτίου βάσει του βασιλικού διατάγματος και «κατά την κοινήν του έθνους ευχήν και κατά πρότασιν του επί των εκκλησιαστικών και της δημοσίας παιδείας γραμματέως της Επικρατείας» θα γιορτάζεται επίσημα από το 1838.[7]

Η 25η Μαρτίου δεν γιορτάζεται ακόμη στα σχολεία του νέου κράτους ως επίσημη σχολική γιορτή. Στις εκδηλώσεις που οργανώνονται από την Πολιτεία επιτρέπεται όμως να πάρουν μέρος και μαθητές σχολείων. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήγουμε, διαβάζοντας  χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ‘Ακρόπολις’ ότι στη Λάρισα «[…] Ο ενθουσιασμός ήτο έκτακτος, γραφικότατη δε διωργανίσθη λαμπαδοδρομία υπό των μαθητών, οίτινες εν ακρατήτω ενθουσιασμώ διέτρεχον τας οδούς της πόλεως.» και στην Κέρκυρα «[…] Εν τω εκπαιδευτηρίω ο ‘Καποδίστριας’ εν ω ωραίον είχε στηθή τρόπαιον, εθνική εψάλη υπό των μαθητών χορωδία, ως και τέσσερα εθνικά ποιήματα.».[8]

Το 1899, όταν υπουργός Παιδείας στην κυβέρνηση  Θεοτόκη αναλαμβάνει ο Α. Ευταξίας προτείνει δυναμικά και πετυχαίνει την παρακάτω καινοτομία στον μέχρι τότε, στερεότυπο τρόπο κατά τον οποίο γιορταζόταν η 25η Μαρτίου: τη συμμετοχή όλων των σχολείων, δημόσιων και ιδιωτικών. Τη πρόταση αυτή ακολούθησαν και επόμενοι υπουργοί, όπως αναφέρει το περιοδικό Εθνική Αγωγή, ενώ η μορφή και το περιεχόμενο της γιορτής περιγράφεται με πολλές λεπτομέρειες: « […] Έκτοτε οι μαθηταί όλων των δημοσίων και ιδιωτικών σχολείων λαμβάνουν μέρος εις την δοξολογίαν και ακούουν εκ στόματος ενός των διδασκάλων των τον πανηγυρικό της ημέρας, διακοσμούντες καταλλήλως προς τούτο το σχολείο των. Πόσο η ιδέα ήτο ευτυχής, αποδεικνύεται εξ αυτής της εφαρμογής της. Όλοι ανομολογούν ότι το χαρακτηριστικώτερον και γραφικώτερον της εθνικής εορτής είνε η παρέλασις των μαθητών δια των οδών. περισσότερον δε ενθουσιασμόν μεταδίδουν εις τους μεγάλους τα πατριωτικά άσματα των παιδικών στομάτων την ημέραν εκείνην από τα παιάνας των στρατιωτικών μουσικών, τους καλπασμούς των ιππέων και τα μεγαλόφωνα προστάγματα των χρυσοστόλιστων στρατηγών.».[9]

Η γιορτή της 25ης Μαρτίου αποτελεί πια μία από τις επίσημες γιορτές του σχολικού εορτολογίου και το περιεχόμενό της διαμορφώνεται κάθε φορά ανάλογα και με τις ικανότητες του εκάστοτε δασκάλου.[10]

Περισσότερα στοιχεία για το είδος των ποιημάτων και των διαλόγων που ακούγονταν στη Γιορτή της 25η Μαρτίου μας καταθέτει, ο ιστορικό του Νεοελληνικού Θεάτρου, Γιάννης Σιδέρης: «Στα Σχολεία, στην 25η Μαρτίου, απαγγέλλανε ποιήματα και διαλόγους από το Βαλαωρίτη και από τον παλαιόν ‘Αθανάσιο Διάκο’ του Μελά».[11]

Στις θρησκευτικού χαρακτήρα γιορτές (Χριστούγεννα-Πάσχα) που πλαισιώνουν το σχολικό πρόγραμμα, περιλαμβάνεται πια ως επίσημη εκπαιδευτική γιορτή – ως εκκλησιαστική ήταν ήδη καθιερωμένη πριν την απελευθέρωση του ελληνικού κράτους – η  Γιορτή των Τριών Ιεραρχών. Ήδη το Πανεπιστήμιο Αθηνών τιμά τη μνήμη τους από το 1842, ενώ αντίστοιχα και οι υπόλοιπες βαθμίδες της εκπαίδευσης «εορτάζοντες την επέτειον αυτών, υποδαυλίζοντες ούτω το ναρκωμένον εθνικοθρησκευτικόν αίσθημα των ελληνοπαίδων».[12]

Όλες οι παραπάνω γιορτές τόσο η εθνική όσο και οι θρησκευτικές περιέχουν άλλοτε στο πρόγραμμά τους  ως μέρος τους  ή ως  κυρίαρχη επιλογή όλης της γιορτής του σχολείου μια θεατρική παράσταση. Αρκετές φορές αυτή η μορφή σχολικής γιορτής  λαμβάνει χώρα και στο τέλος του σχολικού έτους.[13]

Το Σχολικό Θέατρο, που στην περίοδο του Διαφωτισμού είναι συστηματικό και ενταγμένο στο θεσμό του σχολείου,[14] έχει εντελώς διαφορετικές στοχεύσεις στο σχολείο του νεαρού κράτους. Η σχολική ερασιτεχνία, την εποχή αυτή και κυρίως στην Αθήνα, έχει πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο. Αποτελεί προέκταση του αρχαιογνωστικού προγράμματος και είναι περιορισμένη στην παράσταση αρχαίου δράματος.[15] «Ιδιαίτερα μετά το 1860, έχουμε μαρτυρίες από τον τύπο της εποχής για παραστάσεις αρχαίου δράματος, στη γλώσσα του πρωτοτύπου, σε ένα ή δύο σχολεία της Αθήνας. Η δρα­στηριότητα γύρω από το αρχαίο δράμα συνδέεται με αντί­στοιχη δραστηριότητα σχολείων ξένων χωρών – κυρίως της Γαλλίας – που την παρακολουθούν και ενημερώνονται. Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στα ελληνικά σχολεία της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.».[16]

Φωτισμένοι εκπαιδευτικοί που έβλεπαν το θέατρο ως συμπλήρωμα της αγωγής και της παιδείας των νέων ανέβαζαν σχολικές παραστάσεις σε διάφορα μέρη της Ελλάδας (Αθήνα, Πάτρα, Βόλος, Καρδίτσα[17]). Για αυτήν την προσπάθειά τους, υπάρχουν σποραδικές μαρτυρίες.[18] Στην Αθήνα, οι σχολικές παραστάσεις που μνημονεύονται στην ειδησιογραφία των εφημερίδων συνδέονται με τη δραστηριότητα των λειτουργούντων τότε ιδιωτικών σχολείων (Αρσάκειο ‘1836’, Παρθεναγωγείο Σουρμελή ‘1858’, Παρθεναγωγείο Βαρνάβα, Σχολή Χιλλ ‘1831’ κ.ά.).[19]

Και ενώ στην ελεύθερη Ελλάδα, το Σχολικό Θέατρο δεν προσφέρει τα λαμπρά δείγματα των φωτισμένων Ελλήνων της προεπαναστατικής περιόδου, δεν συμβαίνει το ίδιο στα σχολεία του παροικιακού Ελληνισμού στην ανατολική λεκάνη της Μεσογείου (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Αλεξάνδρεια). Σ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή τα ελληνικά σχολεία σφύζουν από θεατρική δραστηριότητα.[20]

Η σχολική χρονιά για τους μαθητές της στοιχειώδους εκπαίδευσης κλείνει με την ημέρα των Εξετάσεων που «ήταν ημέρα σχολικής γιορτής και ο καθένας είχε δικαίωμα να τις παρακολουθήσει. Τους τοπικούς άρχοντες και τους γονείς η επιτροπή (σχολικοί επίτροποι ή έφοροι) τους προσκαλούσε ξεχωριστά.».[21] Η μέρα αυτή βέβαια μόνο γιορτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί για τους μαθητές και το δάσκαλο, αφού το κλίμα που επικρατεί  είναι πλήρως αντιπαιδαγωγικό.[22] Μετά την 5η  Μαΐου 1892 με διάταγμα που εκδίδεται, η μέρα των Εξετάσεων (οι θερινές γίνονταν το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου, ενώ οι χειμερινές το πρώτο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου) διαχωρίζεται από τη μέρα Λήξης των Μαθημάτων κατά την οποία δίνονται τα ενδεικτικά, τα απολυτήρια και απονέμονται τα βραβεία και οι έπαινοι των μαθητών. Επιπλέον, τη μέρα αυτή, που φαίνεται να αποκτά χαρακτηριστικά γιορτής, ο διευθυντής του σχολείου εκφωνεί τον πανηγυρικό, ψάλλονται διάφορα άσματα και παρουσιάζονται γυμναστικές ασκήσεις από τους μαθητές.[23]

3) 1900-1920: Παιδείας Αγώνας Άγονος.[24] Καθιέρωση της γιορτής της Σημαίας

Οι αντιθέσεις, που επικρατούν πριν το 1909 στην κοινωνικοοικονομική βάση (αγροτικό και αστικό χώρο) και που οδηγούν στην επανάσταση στο Γουδί, έχουν την αντανάκλασή τους και στον εκπαιδευτικό χώρο, που χαρακτηρίζεται από σφοδρές συγκρούσεις (ιδιαίτερα στο γλωσσικό ζήτημα) ανάμεσα στους υποστηρικτές του κλασικιστικού πνεύματος, από τη μια, και τους ανανεωτικούς φιλελεύθερους διανοού­μενους, από την άλλη. Έτσι, με την έναρξη του 20ου αιώνα (1901), έχου­με τα «Ευαγγελιακά» (1901) και δύο χρόνια αργότερα (1903) δημιουργούνται τα «Ορεστειακά».[25] Οι δύο αυτές κινητοποιήσεις ενάντια στη δημοτική γλώσσα γίνονται σε μια εποχή που η κατάσταση στην παιδεία είναι ιδιαίτερα ανησυχητική.[26]

Από την άλλη πλευρά είναι και η εποχή που αρκετοί Έλληνες επιστήμονες έχουν σπουδάσει στο εξωτερικό, έχουν επηρεαστεί από ξένες παιδαγωγικές ιδέες και επιθυμούν να τις εφαρμόσουν στο χώρο του ελληνικού Σχολείου.

Ένας από αυτούς τους λαμπρούς επιστήμονες – παιδαγωγούς είναι ο Αλ. Δελμούζος[27] που ιδρύει το 1908 στο Βόλο το Ανώτερο Δημοτικό Παρθεναγωγείο και εφαρμόζει  σ’ αυτό καινοτόμες παιδαγωγικές μεθόδους, δίνοντας έμφαση στην αξία της ύπαρξης των Σχολικών γιορτών ως σημαντικό κομμάτι της εκπαιδευτικής διαδικασίας για «σωστή σχολική ζωή». «Οι γιορτές είχαν ως βάση τους ένα τμήμα της ύλης την οποία είχε διδάξει – ύλη την οποία πραγματεύονταν με τη χαλαρή του καθοδήγηση οι ίδιες οι μαθήτριες κατά τρόπο δημιουργικό. Θέματα σχολικών γιορτών αποτέλεσαν έτσι ο εθνικός και θρησκευτικός χαρακτήρας της 25ης Μαρτίου, η Οδύσσεια του Ομήρου κτλ.».[28]

Τη χαρά και τη δημιουργικότητα που αποπνέουν οι Σχολικές γιορτές στο Παρθεναγωγείου του Βόλου δεν φαίνεται να αισθάνονται οι μαθητές άλλων εκπαιδευτηρίων που συμμετέχουν αρκετά χρόνια πριν, σε διαφορετικής μορφής, βέβαια, γιορτή, τη γιορτή των Γυμναστικών Επιδείξεων που έχει από νωρίς ενσωματωθεί στο πρόγραμμα των γιορτών της λήξης του σχολικού έτους. Σύμφωνα με την επιστολή του Γεωργίου Παπασωτηρίου, εκπροσώπου γονέων, το 1902, οι μαθητές που παίρνουν μέρος στις Γυμναστικές Επιδείξεις που πραγματοποιούνται σε διάφορα στάδια της χώρας, καταπονούνται πολύ σωματικά και ψυχικά, ενώ ταυτόχρονα αμελούν και τα μαθήματά τους. Όπως εξηγεί ο συντάκτης  της επιστολής, «η γυμναστική[29] κατήντησε μάθημα, ως η γεωμετρία, και πρέπει ο γυμναζόμενος να έχη εντεταμένην την διάνοια, ως λύων μαθηματικόν πρόβλημα»,[30] τονίζοντας πως «[…] οι γυμναζόμενοι επί μήνας βασανίζονται, δια να ευχαριστήσωσι τους θεατάς, ακριβώς όπως εις τα μπαλλέτα»[31] και χωρίς να χαίρονται γι’ αυτά που εκτελούν.

Τη ελπιδοφόρα χρονιά που ιδρύεται το Σχολείο του Βόλου, το 1908, καθιερώνεται και η δεύτερη επίσημη εθνική γιορτή του ελληνικού κράτους που αφορά στην ελληνική σημαία. Η έκδοση του βασιλικού διατάγματος «περί καθιερώσεως ημέρας εορτής της εθνικής σημαίας καθ’ άπαντα των αρρένων τα σχολεία του Κράτους»[32] περιλαμβάνει τρία άρθρα που περιγράφουν αυστηρά τη μορφή και το περιεχόμενο της νέας γιορτής, την οποία καλούνται να ‘διοργανώσουν’ οι εκπαιδευτικοί στα σχολεία τους, ακολουθώντας πιστά την πρόταση του «επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως» Υπουργού Σ.Ε. Στάη.

Οι εκπαιδευτικές αλλαγές παγώνουν τη διετία 1915-1917. Η διαμάχη του Βενιζέλου με το βασιλιά Κωνσταντίνο για τη στάση της χώρας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο – γνωστή ως Εθνικός Διχασμός – σφραγίζει τη ζωή της χώρας μέχρι τουλάχιστον το 1936. Τα βαθιά σημάδια του Διχασμού φαίνονται έντονα και στο χώρο της εκπαίδευσης.

4) 1920-1940: Μια ‘εκπαιδευτική Άνοιξη’ μικρής διάρκειας. Απόψεις παιδαγωγών (Μίλτος Κουντουράς, Σπυρίδων Καλλιάφας, Νικόλαος Εξαρχόπουλος) και θεατρικών συγγραφέων (Βασίλης Ρώτας) για τις Σχολικές γιορτές.

Την περίοδο αυτή η πολιτική σκηνή της χώρας εμφανίζεται ιδιαίτερα ασταθής,[33] γεγονός που επηρεάζει άμεσα και την εκπαιδευτική πολιτική της. Η  Μικρασιατική Καταστροφή (1922), η μικρή ‘πολιτική Άνοιξη’ του 1924 (Κυβέρνηση Α. Παπαναστασίου), τα «Μαρασλειακά» (Α.Δελμούζος, Δ. Γληνός, Ρ. Ιμβριώτη), η  διάσπαση του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1927), η δίωξη του Μίλτου Κουντουρά από το Διδασκαλείο Θηλέων της Θεσσαλονίκης, καθώς και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που του 1929 είναι τα σημαντικότερα γεγονότα της ταραγμένης αυτής δεκαετίας.

Οι Σχολικές γιορτές που διοργανώνει το Διδασκαλείο Θηλέων Θεσσαλονίκης υπό την εποπτεία του παιδαγωγού Μίλτου Κουντουρά ξεφεύγουν από τα καθιερωμένα μοτίβα της εποχής, γιατί έχουν έντονη τη σφραγίδα της τέχνης.[34]

Οι μαθητές από τις πρώτες τάξεις κιόλας του Δημοτικού Σχολείου μαθαίνουν να δραματοποιούν[35] το περιεχόμενο ενός παραμυθιού ή ενός κειμένου παιδικού βιβλίου ή ενός κομματιού από την ίδια τους τη ζωή. Με το ίδιο τρόπο αξιοποιούν και τα ιστορικά γεγονότα από το μάθημα της Ιστορίας. Αυτά τα κείμενα επεξεργασμένα και επιλεγμένα από τους ίδιους τους μαθητές αποτελούν το περιεχόμενο των γιορτών της τάξης ή του σχολείου.[36]

Όταν πάλι πρόκειται για μια θεατρική παράσταση, η όλη προετοιμασία από το γράψιμο του θεατρικού κειμένου μέχρι τη διανομή των ρόλων, τις πρόβες, το σχεδιασμό των σκηνικών και των κουστουμιών μέχρι και τη σύνταξη του προγράμματος είναι ολοκληρωτικά έργο των μαθητών. [37]

Εκτός από τα θεατρικά έργα και τα διασκευασμένα λογοτεχνικά κείμενα ένας άλλος πολύ αξιόλογος τομέας των γιορτών, που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους μαθητές του Μ. Κουντουρά, είναι τα Tableaux Vivants,[38] εμπνευσμένη διαδικασία από το μάθημα των εικαστικών τεχνών. Γιορτές που αποτελούν πραγματικούς σταθμούς ηθικής και ψυχικής ανάτασης και που αναφέρονται σαν παράδειγμα στα γραπτά του Μ. Κουντουρά, είναι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών και η 25η Μαρτίου ενώ η γιορτή του Καρναβαλιού είναι μία από τις πιο αγαπητές ενδοσχολικές καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Διδασκαλείου. Η συγκεκριμένη γιορτή αρχίζει με την παρέλαση του καρναβαλιού και με τους ήχους του αποκριάτικου εμβατηρίου.[39] Πλαισιώνεται με έξυπνα νούμερα, με διαλεγμένες απαγγελίες, με χαρούμενα τραγούδια και κλείνει με τον παιδικό χορό που αποτελεί μια πραγματική καινοτομία για την εποχή αυτή.[40]

«Με τις σχολικές θεατρικές παραστάσεις, ο Κουντου­ράς φιλοδοξούσε να ανανεώσει το πλαίσιο εορτασμού των εθνικών επετείων και να διευρύνει τα όρια των πολι­τιστικών εκδηλώσεων στο σχολείο πολύ πιο πέρα από τα τυποποιημένα εθνικό-πατριωτικά σκετς […] γεγο­νός που τον έφερε σε αντίθεση με όσους είχαν μια πα­ραδοσιακή άποψη για τις εθνικές επετείους.».[41]

Μ’ ένα διαφορετικό ελπιδοφόρο όραμα, περισσότερο εστιασμένο στη σχέση Θεάτρου και παιδιού ξεκινούν, την περίοδο αυτή, τις παραστάσεις τους, στις πρώτες παιδικές σκηνές της Αθήνας που ιδρύουν, η Ευφροσύνη Λόντου – Δημητρακοπούλου  και η Αντιγόνη Μεταξά – Κροντηρά. Η πρώτη με τα έργα της κοινωνικού κυρίως περιεχομένου[42] ανανεώνει την μέχρι τότε δραματουργία για παιδιά, τα οποία έχουν ως στόχο να  να ανυψώσουν το εθνικό και θρησκευτικό φρόνημα των Ελληνοπαίδων.[43] Η δεύτερη γράφει δράματα με εξαιρετικούς διαλόγους, μονόλογους, επικαιρικά έργα για γιορτές[44] και συχνά επιλέγει τα θέματά της από τη λαϊκή παράδοση όλων των εποχών (Αίσωπο, μεσαιωνικές διηγήσεις, νεοελληνικό παραμύθι), και τη σύγχρονη ζωή.[45] Γράφει, διδάσκει και σκηνοθετεί, διαμορφώνοντας και ανανεώνοντας τη θεατρική κίνηση του μεσοπολέμου.

Την ίδια χρονικά περίοδο καταπιάνεται με το Θέατρο για παιδιά, ο Βασίλης Ρώτας, ένας άνθρωπος που προέρχεται αποκλειστικά από το χώρο του Θεάτρου. Τον ενδιαφέρει ιδιαίτερα όχι μόνο το Παιδικό Θέατρο αλλά και το Σχολικό. Πιστεύει πως σκοπός του Σχολικού Θεάτρου είναι «να κάνει τα παιδιά  περισσότερο λειτουργούς και λιγότερο θεατές».[46] Προσφέρει μάλιστα «μερικά θεατρικά έργα για παιδιά[47] με το σκοπό να πάρουν απ’ αυτά ιδέα για να δημιουργήσουν μόνα τους», έργα μικρής διάρκειας με απλές σκηνές και διάλογους και κάποια στοιχειώδη δράση.[48] Τα θέματα των έργων αυτών είναι παρμένα από τους μύθους του Αισώπου, τα λαϊκά παραμύθια και την Ιστορία.[49] Τα περισσότερα από τα θεατρικά έργα [50] του Β. Ρώτα γράφονται κατά τον Μεσοπόλεμο ανήκουν στην κατηγορία του Σχολικού Θεάτρου και παίζονται για να καλύψουν σχολικές εκπαιδευτικές ανάγκες. Στο βιβλίο του Οδηγός για Σχολικές παραστάσεις που εκδίδεται το 1931 ‘μυεί’ τους εκπαιδευτικούς με πρωτοποριακό για την εποχή τρόπο στην κατάλληλη οργάνωση και διεξαγωγή των Σχολικών γιορτών και παραστάσεων ενώ με μια επόμενη μελέτη του με τίτλο Εισαγωγή στο Θεάτρο του Σχολείου το 1933 προτείνει διαφορετικούς τρόπους παράστασης ανάλογα με την ηλικία των μαθητών.[51]

Δυστυχώς τα πολιτικά γεγονότα της χώρας ανακόπτουν την γενικότερη προσπάθεια αναμόρφωσης της εκπαίδευσης και της παιδείας.  Το 1932 ο Βενιζέλος παραιτείται και η συντηρητική μερίδα της αστικής τάξης που αναλαμβάνει την εξουσία αναστέλλει τη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1929.[52] Η πλήρης ανατροπή της πραγματοποιείται από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, το οποίο, με τη δικαιολο­γία ότι οι μεταρρυθμιστές προσπαθούν να υπονομεύσουν τη θρησκεία, την πατρίδα και την οικο­γένεια, επιβάλλει ασφυκτικό έλεγχο στα εκπαιδευτικά δρώμενα. Ο ίδιος ο Μεταξάς, ως Υπουργός Παιδείας, με ιδιοτέλεια χρησιμοποιεί  τόσο το Παιδικό[53] όσο και το Σχολικό Θέατρο για να  ελέγχει την νεολαία εξίσου στην ενδοσχολική και στην εξωσχολική της δράση. Οι μαθητές και οι μαθήτριες συμμετέχουν κυρίως με παρελάσεις[54] στις γιορτές που οργανώνονται από την πολιτεία. Με αφορμή κυρίως τη γιορτή της 25ης Μαρτίου και της 4ης Αυγούστου αλλά και των Τριών Ιεραρχών οργανώνονταν γιορτές με ομιλίες, θεατρικές παραστάσεις με έργα ιστοριοπατριωτικού χαρακτήρα.[55] Στους υπαίθριους χώρους σχολείων δίνονταν και οι παραστάσεις της Ε.Ο.Ν, τις οποίες έπρεπε υποχρεωτικά να παρακολουθούν οι μαθητές με τους δασκάλους τους. [56]Οι γιορτές αυτές που συχνά αγγίζουν τα όρια της υπερβολής και της επίδειξης κανοναρχούνται από τους ‘κατηχητές’ της 4ης Αυγούστου και επηρεάζουν άμεσα και το περιεχόμενο των Σχολικών γιορτών, αφού το Σχολείο επιβάλλεται να έχει στενή συνεργασία με την Ε.Ο.Ν. [57]

Την περίοδο αυτή, δύο παιδαγωγοί της συντηρητικής παράταξης, ο Ν. Εξαρχόπουλος[58] και Ο Σ. Καλλιάφας[59] θέτουν το ζήτημα των Σχολικών γιορτών επί τάπητος και δημοσιεύουν δύο σημαντικά  άρθρα  με  θέσεις  και  προτάσεις  σχετικά με τον τρόπο διεξαγωγή τους. Οι απόψεις των δύο συγγραφέων συγκλίνουν  σε πολλά σημεία, όπως στο γεγονός ότι το περιεχόμενο των Σχολικών γιορτών πρέπει να συνδέεται στενά με την σχολική εργασία, με τα ενδιαφέροντα, τις ανάγκες, τις γνώσεις και τις εμπειρίες που αποκτούν οι μαθητές μέσα στο σχολικό χώρο όπου οφείλει και να πραγματοποιείται.[60] Οι μαθητές παρακινούνται από τους δασκάλους τους στο να  συμμετέχουν τόσο κατά την προπαρασκευή όσο και κατά την εκτέλεση της κάθε γιορτής.[61] Βέβαια το πρόγραμμα των Σχολικών γιορτών πρέπει να περιλαμβάνει μόνο ‘άρτια’ έργα, δηλαδή έργα δόκιμων λογοτεχνών. Κατά συνέπεια το περιεχόμενο των γιορτών θα πρέπει να αντλείται κατά κύριο λόγο από τα διδαγμένα κείμενα Λογοτεχνίας στο πλαίσιο των μαθημάτων χωρίς να απομακρύνεται από το διανοητικό επίπεδο των μαθητών ενώ το κοινό που θα το παρακολουθεί, θα έχει την ευκαιρία να δει κάτι που να είναι και μορφωτικό και κωμικό μαζί.[62]

5) 1940-1945: Η Παιδεία στην Αντίσταση. Τα Αετόπουλα[63] με τα ξύλινα σπαθιά ονειρεύονται μια Ελεύθερη Ελλάδα.[64]

Ο πόλεμος, η Κατοχή και ο Εμφύλιος που ακολουθούν οδηγούν το εκπαιδευτικό σύστημα σε πλήρη εξάρθρωση, με τους εκπαιδευτικούς να διώκονται και τα σχολεία να λειτουργούν περισσότερο ως οργανισμοί πρόνοιας για τα παιδιά παρά ως κέντρα αγωγής και μόρφωσης. Αν και τα περισσότερα την περίοδο της Κατοχής παραμένουν κλειστά,[65] η επαφή των παιδιών  με το Θέατρο δεν χάνεται. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η φοίτηση των μαθητών στα σχολεία γίνεται διακεκομμένα, όπως διαβάζουμε στη στήλη ‘Σχολικό και προσκοπικό ρεπορτάζ’ του περιοδικού Ελληνόπουλο, αλλά παρά τις δύσκολες συνθήκες που επικρατούν, γιορτές για τη μέρα λήξης των μαθημάτων ή των διακοπών όπως συνήθως λεγόταν, δίνουν σχεδόν όλα τα Δημοτικά Σχολεία. Ο ειδικός συντάκτης του περιοδικού που παρακολουθεί τις περισσότερες απ’ αυτές δίνει τις εντυπώσεις του: «Η φετινή σχολική χρονιά τέλειωσε χωρίς ν’ακουστεί ούτε μια …κανονιά, γιατί τα μαθήματα καθώς είναι γνωστό, διακοπήκανε για να συνεχιστούν το Σεπτέμβρη. Όλα τα σχολεία ωστόσο δόσανε γιορτές, όπως τα προπολεμικά χρόνια, όταν γίνονταν οι εξετάσεις.».[66] Σε όλα σχεδόν τα δημόσια Δημοτικά Σχολεία η μέρα των διακοπών γιορτάζεται με ομιλίες των δασκάλων ενώ στα ιδιωτικά, όπως για παράδειγμα στο Βυζάντιο Παγκρατίου, η γιορτή είναι πλουσιότερη σε μορφή και περιεχόμενο, αφού περιέχει αποχαιρετιστήρια τραγούδια από τη χορωδία, μια μικρή οπερέτα, μια κωμωδία, ένα διάλογο και για το τέλος της γιορτής ελληνικούς χορούς και δημοτικά τραγούδια.[67]

Αυτή η κατάσταση επικρατεί στην πόλης της Αθήνας, απ’ όπου όμως ξεκινά και το Θέατρο της Αντίστασης (‘Θεατρικό Σπουδαστήριο’ του Β. Ρώτα). Εξαπλώνεται  στην ελληνική ύπαιθρο και τα βουνά της (‘Θέατρο του Βουνού’), στις ελεύθερες περιοχές που ελέγχει η Οργανωμένη Αντίσταση και αποτελεί τη νέα πραγματικότητα. Εκεί τα παιδιά της υπαίθρου, τα ‘Αετόπουλα με τα ξύλινα σπαθιά’ βλέπουν και παίζουν θέατρο, όσο οι συνθήκες το επιτρέπουν.[68] Κοντά τους έρχονται από την Αθήνα και δραστηριοποιούνται άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου που δίνουν παραστάσεις (Β. Ρώτας, Γ. Κοτσιούλας), παίζουν θέατρο (οι ηθοποιοί, Γιώργος Δήμου, Άννα Ξένου και άλλοι), γράφουν μουσική (Αλέκος Ξένος, Άκης Σμυρναίος) και συγγράφουν έργα (Β. Ρώτας,[69] Γ. Κοτσιούλας, Γ. Σταύρου, Χ. Σακελλαρίου). [70] Οι τελευταίοι, με βάση τα δεδομένα της εποχής, γράφουν κυρίως μικρές κωμωδίες (σατυρικού περιεχομένου) με παιδικά θέματα.[71] Πιθανά κάποια απ’ αυτά να χρησιμοποιηθούν ως νέο υλικό κειμένων στη νέα εθνική γιορτή  που καθιερώνεται να γιορτάζεται από την 24η Οκτωβρίου 1944: «Η εικοστή ογδόη Οκτωβρίου, επέτειος της Αντιστάσεως του Έθνους εις την Ιταλικήν Επίθεσιν και της συμμετοχής του εις το Συμμαχικό μέτωπον της Ελευθερίας, ορίζεται ως ημέρα Εθνικού Εορτασμού.».[72]

6) 1945-1960: Βήματα σημειωτόν προς τη μαζική εκπαίδευση. ‘Αφθονία’ κειμένων για τις Σχολικές γιορτές.

Η περίοδος μετά τον Εμφύλιο δεν θα αφήσει στη χώρα μας περιθώρια για δημοκρατικά ανοίγματα. Ο μεγάλος αριθμός απολυμένων εκπαιδευτικών, αναλφάβητων και κατεστραμμένων σχολικών κτιρίων, οι πολύ χαμηλές δαπάνες για την παιδεία συνθέτουν την εικόνα μιας αποδιοργανωμένης εκπαίδευσης.  Όλα τα παραπάνω  θα εγείρουν διαμαρτυρίες τόσο από την πλευρά των προοδευτικών (Ρ. Ιμβριώτη) όσο και από την πλευρά των εκφραστών του παιδαγωγικού συντηρητισμού (Ν. Εξαρχόπουλος).[73] Η είσοδος στη δεκαετία του ’60 βρίσκει την ελληνική εκπαίδευση στα ίδια αδιέξοδα. Μια σημαντική μεταρρυθμιστική προσπάθεια των νομοσχεδίων του 1964 δεν καταφέρνει να υλοποιηθεί και τη χαριστική βολή θα της δώσει τρία χρόνια αργότερα η δικτατορία των Συνταγματαρχών, η οποία βυθίζει την εκπαίδευση στο σκοτάδι και τον αυταρχισμό.[74]

Στο σχολικό εορτολόγιο εισάγεται μια νέα γιορτή, η γιορτή για τη Μητέρα (Εγκ.107: Αρθμ. Πρωτ. 45023/30/4/1959).[75] Η συγκεκριμένη γιορτή γιορτάζεται στην Ελλάδα για πρώτη φορά στις 2 Φεβρουαρίου 1929, με σκοπό να συνδυαστεί με τη χριστιανική γιορτή της Υπαπαντής.[76] Τελικά, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, η γιορτή της Μητέρας μεταφέρεται στη δεύτερη Κυριακή του Μάη, όπως επικρατεί διεθνώς να γιορτάζεται. Ο γενικός γραμματέας του Υπουργείου Παιδείας παρακαλεί «όπως μεριμνήσετε δια την υπό πάντων των υφ’ ημάς σχολείων διοργάνωσιν σχετικών εορταστικών εκδηλώσεων, ομιλιών, εκθέσεων των μαθητών κλπ., αποβλεπουσών εις την όσον το δυνατόν καλλιτέραν έξαρσιν της θέσεως και του ρόλου της Μητέρας εν τη οικογενεία και τη κοινωνία.».[77] Σε επόμενες εγκυκλίους του 1961 και του 1964, ορίζεται απονομή κυπέλλων ως έπαθλα για την καλύτερη έκθεση που θα γραφεί από μαθητή «Στοιχειώδους, Μέσης και Επαγγελματικής –Τεχνικής εκπαιδεύσεως» με θέμα την Μητέρα,[78] ή «η υπό των μαθητών προσφορά προς τα μητέρας αυτών μικρού (συμβολικού) δώρου και τέλεσις κατά την ημέραν εκείνην μιας καλής πράξεως, η οποία θα ευχαριστήση αυτάς.».[79]

Μεταπολεμικά και ενώ την εποχή αυτή την χαρακτηρίζει η συντηρητική ιδεολογία και η εθνικοφροσύνη, παρατηρείται μια πρωτοφανής συγγραφική και εκδοτική έξαρση για μια περίπου δεκαετία (1948-1958).[80] Το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφέων που ασχολούνται με το Παιδικό Θέατρο είναι εκπαιδευτικοί κυρίως της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και καλύπτουν το 80-85%.[81] Οι περισσότεροι απ’ αυτούς γράφουν μεγάλο αριθμό έργων για το Σχολικό Θέατρο με κυρίαρχη υποβαλλόμενη ιδέα την αγάπη στην πατρίδα, τη θρησκεία και την οικογένεια ενώ και οι λογοτέχνες (Ιωάν. Μπουκουβάλα-Αναγνώστου, Σ. Σπεράντζα, Π.Α. Κλεισιούνη, Λ. Καρανικόλα κ.ά [82]) συνεχίζουν να συγγράφουν παιδικά θεατρικά έργα αλλά και έργα για Σχολικές γιορτές

Χαρακτηριστικά δηλώνεται πως «το σχολείο της εθνικής ‘καθαρότητας’ χρειάζεται την αποτελεσματική δύναμη του θεάτρου και όχι τη θεσμική του αναγνώριση για να περάσει το ιδεολογικό του περιεχόμενο […]. Το Σχολικό Θέατρο συνήθως εμφανίζεται στα πλαίσια των ‘εθνικών γιορτών’. Η εξάρτησή του από το επετειακό κλίμα το κάνει να λειτουργεί ως φίλτρο για το φιλτράρισμα μιας αγωγής που διαπνέεται από ‘εθνικά ιδεώδη’.».[83]

7) 1970-Σήμερα: Ριζικές αλλαγές και σταθερότητα. Καταξίωση του Σχολικού  Θεάτρου

Μετά τη Μεταπολίτευση, η ομαλοποίηση του πολιτικού βίου και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας σε συνδυασμό με τα συσσωρευμένα ‘ελλείμματα’ της ελληνικής εκπαίδευσης αλλά και την ωρίμανση του πολιτικού μας συστήματος συμβάλλει έτσι ώστε να επιχειρηθούν, χωρίς να ανατραπούν, υπερώριμες πλέον εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις (1981-1985[84] και 1997/1998[85]).

Ποικιλότροπα και δημιουργικά διευρύνει τους ορίζοντές του και το Παιδικό Θέατρο από τη   δεκαετία του ’70 και μετά. Αυτό σημαίνει πως οι συγγραφείς του δεν γράφουν τόσο για να ικανοποιήσουν τις σχολικές ανάγκες, όσο για τις γενικότερες ανάγκες του παιδιού, ψυχαγωγία και αγωγή.[86] Η ανανέωση αυτή συμβαδίζει με την εμφάνιση νέων παιδικών θεατρικών σκηνών από ανθρώπους του Θεάτρου[87] (Ξ. Καλογεροπούλου, Δ.Ποταμίτης, Γ.Αρμένης, Γ.Καλατζόπουλος) που είναι και δραματουργοί και ασχολούνται συστηματικά με το Θέατρο για παιδιά.

Στις δύο δεκαετίες που ακολουθούν ιδρύονται και άλλες παιδικές σκηνές (ιδιωτικές, κρατικές, δημοτικές) και δημιουργούνται γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα στο παιδικό επαγγελματικό Θέατρο και το Σχολικό (ίδρυση του Ελληνικού κέντρου Θεάτρου για παιδιά και Νέους [1983], Πρόγραμμα ‘Μέλινα-εκπαίδευση και Πολιτισμός, 1995-2003).

Ο εορτασμός  της επετείου για  το Πολυτεχνείο καθιερώνεται στο τέλος του 1983 σύμφωνα με την υπ’αριθμό Γ2/3352/09-11-1983 εγκύκλιο του Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, εμπλουτίζοντας το επίσημο σχολικό εορτολόγιο.

Η αλλαγή προσανατολισμού στις κυρίαρχες παιδαγωγικές απόψεις και η στροφή του Σχολείου προς την αξία της Αισθητικής Αγωγής συμβάλλουν καθοριστικά στη σταδιακή βελτίωση της μορφής και του περιεχομένου των Σχολικών γιορτών και διαμορφώνουν μια διαφορετική αντίληψη στον τρόπο αντιμετώπισής τους.

Συγκεκριμένα για  τη γιορτή των Χριστουγέννων και της λήξης των μαθημάτων έχουν φανεί την τελευταία εικοσαετία αρκετές προσπάθειες εκ μέρους των δασκάλων με τους μαθητές τους να ανανεώσουν τη μορφή τους, εντάσσοντας την θεατρική παράσταση ή το μουσικοκινητικό δρώμενο στο πρόγραμμά τους.  Για πολλά χρόνια στην γιορτή των Χριστουγέννων[88] κυριαρχούσαν μόνο τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια και κάλαντα, απαγγελίες ποιημάτων και ίσως κάποια αφήγηση για την ιστορία της γέννησης από το δάσκαλο ή τη δασκάλα της τάξης. Σπάνια οι μαθητές συμμετείχαν με κάποια δραματοποίηση χριστουγεννιάτικου παραμυθιού, ενώ σταθερά επαναλαμβανόμενο μέρος της γιορτής αποτελούσε η απόδοση σε ‘παγωμένη εικόνα’ της γέννησης του θείου βρέφους από κάποιους μαθητές στο βάθος της αυτοσχέδιας σκηνής της τάξης.

Η γιορτή της λήξης των μαθημάτων περιείχε – και συνεχίζει να περιέχει αν την προετοιμασία της επωμίζεται μόνο ο καθηγητής της Φυσικής Αγωγής και δεν προβλέπεται συνεργασία και με του δασκάλους του σχολείου- συνήθως παλιότερα τις Γυμναστικές Επιδείξεις και μετά τη Μεταπολίτευση τις αθλοπαιδιές και  τους παραδοσιακούς χορούς, ενώ σπάνια παρουσιαζόταν κάποιο μουσικοκινητικό δρώμενο ή θεατρική παράσταση από κάποιες τάξεις του σχολείου.

Εκεί που οι γιορτές συνεχίζουν να έχουν ακόμη και σήμερα μια τυποποιημένη μορφή που δείχνει ουσιαστικά να μην έχει εξελιχθεί και να παραμένει αναλλοίωτη στην πλειοψηφία των σχολείων – σίγουρα και ευτυχώς υπάρχουν πάντα οι φωτεινές εξαιρέσεις των δασκάλων που προσπαθούν να τις ανανεώσουν και ως προς τη μορφή και ως προς το περιεχόμενο–είναι οι εθνικές  γιορτές, της 25η Μαρτίου και της 28η Οκτωβρίου και η γιορτή της νεολαίας, η γιορτή του Πολυτεχνείου. Κυρίως για τις εθνικές γιορτές το αποτέλεσμα τους κρίνεται συνήθως ως αποκαρδιωτικό, αφού αρκετοί είναι οι δάσκαλοι που ‘χρεώνονται’ τη διεξαγωγή τους με κριτήρια εξωτερικά και τυπικά.[89] Οι περισσότεροι συνεχίζουν να αντλούν υλικό γι’ αυτές τις γιορτές από πηγές ξεπερασμένες και αναχρονιστικές που πλεονάζουν στις βιβλιοθήκες των σχολείων, ενώ ο ‘αναμασημένος’  πανηγυρικός λόγος της μέρας μαζί με την ξερή και άχαρη πολλές φορές απαγγελία των ποιημάτων από τους μαθητές συνθέτουν μια εικόνα βγαλμένη από το παρελθόν που την χαρακτηρίζουν εθνικοθρησκευτικά στερεότυπα και αντίστοιχες απαρχαιωμένες παιδαγωγικές αντιλήψεις. Άλλοι πάλι με πολύ κόπο, αν και χρησιμοποιούν αξιόλογα κείμενα ή αποσπάσματα από την παγκόσμια και σύγχρονη Γραμματεία, δεν έχουν την θεατρική γνώση και κατάρτιση για να τα παρουσιάσουν μ’ ένα κατάλληλο για την περίσταση αισθητικο-καλλιτεχνικό τρόπο, ώστε να επιτευχθεί το ‘διαφορετικό’ και να αποφευχθεί η συνήθης σχολειοποίηση της γιορτής.[90]

Η ανανέωση όμως αυτή των Σχολικών γιορτών θα προκύψει αν πραγματικά βελτιωθούν μια σειρά παραμέτρων (επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε θέματα θεατρικής παιδείας, ύπαρξη κατάλληλης υλικοτεχνικής υποδομής στα σχολεία, διαθέσιμος διδακτικός χρόνος, έκδοση ειδικών βιβλίων με αντίστοιχη θεματική, επάνδρωση των σχολείων με ειδικότητες καθηγητών καλλιτεχνικής παιδείας κ.ά.)  που θα δίνουν τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να εκπληρώνει με επιτυχία το σκοπό και τους στόχους της επίκαιρης κάθε φορά σχολικής γιορτής.


[1]Ο χωρισμός των περιόδων έχει γίνει σύμφωνα με το βιβλίο του Π. Κυπριανού (2004), Συγκριτική Ιστορία της Ελληνικής Εκπαίδευσης, Αθήνα, Βιβλιόραμα σε συνδυασμό με το βιβλίο της Γ. Λαδογιάννη (1998), Το παιδικό θεάτρο στην Ελλάδα, Ιστορία και κείμενα, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

 

[2] Σ. Μπουζάκης. (52006), Νεοελληνική εκπαίδευση (1821-1998), Αθήνα,Gutenberg, σ. 46.

[3] Α. Δημαράς. (32005) Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε, (1821-1894), τόμος Α΄, Αθήνα, Εστία, σσ. 27-28.

[4] Θ. Γραμματάς.(1997), Θεατρική παιδεία και Επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, Αθήνα, Τυπωθήτω, σειρά «Θεατρική Παιδεία», αρ.3, σ. 122.

[5] Σ. Μπουζάκης. (52006), ό.π., σ. 47.

[6] Π. Κυπριανός.(2004), σ. 111.

[7] « Η πρώτη εθνική εορτή»,  Ακρόπολις, Αθήνα, (25 Μαρτίου 1884), σ. 2.

[8] Ό.π., (27 Μαρτίου 1884), σ. 3.

[9] Γ. Δροσίνης,«Τα σχολεία και η εθνική εορτή», Εθνική Αγωγή, τόμ.Β΄, αρ.7, Αθήνα,(1903), σσ.74-75.

[10] Γ. Δροσίνης, (1903), ό.π., σ. 74.

[11] Γ. Σιδέρης: «Λίγα λόγια για το Παιδικό Θέατρο», πρόλογος στον τόμο της Αντιγόνης Μεταξά.(1982), Το Θέατρο του παιδιού, τόμ. Β΄, Αθήνα, Δωρικός, σ. 7.

[12] Α. Αντωνόπουλος. (1947), Οδηγός δια την διοργάνωσιν των σχολικών εορτών και ομιλιών, Πάτραι, Αχαιός, σ. 46.

[13] Αυτό σύμφωνα με το Θ. Γραμματά ίσχυε για τις «σχολικές» παραστάσεις την περίοδο του Διαφωτισμού. Βλ. Θ. Γραμματάς.(1997), ό.π., σ.122.

[14] Βλ. Γ.Λαδογιάννη.(1998), ό.π., σσ. 33-35, 47.

[15] Γ.Λαδογιάννη.(1998), ό.π., σ. 46.

[16] Γ. Λαδογιάννη.(1998), ό.π., σ. 45.

[17] Θ. Γραμματάς.(1997),ό .π., σ. 123.

[18] Χ. Σταματοπούλου- Βασιλάκου. (2001), «Το θέατρο στο σχολείο. Σύντομη ιστορική αναδρομή», στο Βασιλική Δεμερτζή (επιμ.), Το θέατρο στο σχολείο, Πρακτικά Ημερίδας της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Γ΄Αθήνας, Τμήμα Πολιτιστικών θεμάτων, Αιγάλεω, (23-2-2000), Αθήνα, Δήμος Ιλίου, σ. 28.

[19] Γ. Σιδέρης.(1976), Το αρχαίο θέατρο στη νέα ελληνική σκηνή:1817-1932, Αθήνα, Ίκαρος, σ. 32, 35.

[20] Χ. Σταματοπούλου- Βασιλάκου. (2001), ό.π., σ. 26.

[21] Σ. Ν. Παπαδημητρίου. (1950), Ιστορία του Δημοτικού Σχολείου, Μέρος Α΄(1843-1895), Αθήνα, σ. 45.

[22] Βλέπε περισσότερα για την διεξαγωγή των εξετάσεων στα βιβλία των: Σ. Ν. Παπαδημητρίου. (1950), Ιστορία του Δημοτικού Σχολείου, Μέρος Α΄(1843-1895), Αθήνα, σ. 44-47 και Χρ. Λέφα. (1942), Ιστορία της Εκπαίδευσης, ΟΕΣΒ, Εν Αθήναις, σσ. 164-168.

[23]Χρ. Λέφας. (1942), ό.π., σ. 166.

[24] Δάνειο κατά το 1/3 του τίτλου ομώνυμου έργου του Σαίξπηρ ( Αγάπης Αγώνας Άγονος) για τις ανάγκες του τίτλου της ενότητας.

[25] Γ. Σιδέρης.(1976), Το αρχαίο θέατρο στη νέα ελληνική σκηνή:1817-1932, Αθήνα, Ίκαρος, σ. 198.

[26] Σ. Μπουζάκης.(52006), ό.π., σσ. 71-72.

[27] Σ. Μουζάκης. (52004), ό.π., σ. 73 (υποσημείωση).

[28] Ν. Τερζής.(1986), Η παιδαγωγική του Αλέξανδρου Δελμούζου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη, σειρά «Παιδαγωγική και εκπαίδευση», αρ. 9, σσ. 162-163.

[29] Το μάθημα της Φυσικής Αγωγής καθιερώνεται το 1834 με την υιοθέτηση και την εισαγωγή του γερμανοελβετικού συστήματος αγωγής και διδασκαλίας. Το 1906 το γερμανικό σύστημα γυμναστικής αντικαθίσταται από το σουηδικό, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα. Βλ. Αντ. Κ. Δανασσής- Αφεντάκης.(1995), Σύγχρονες τάσεις της Αγωγής, Εισαγωγή στην Παιδαγωγική, Αθήνα, σσ. 199-100.

[30] Αλ. Δημαράς. (21990), Η μεταρρύθμιση που δεν έγινε (1895-1967), τόμ. Β΄, σ. 34.

[31] Αλ. Δημαράς. (21990),ό.π., σ. 35.

[32] ΦΕΚ 245,25/9/1908, τχ. Α΄, σσ. 1071-1072.

[33] Έχουμε 34 αλλαγές κυβερνήσεων μεταξύ 1920 και 1928 και 25 Υπουργούς που θα περάσουν από το Υπουργείο παιδείας. Βλ. Σ. Μουζάκης. (52004), ό.π., σ. 87.

[34] Βλ. Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π.,σσ.118-119.

[35] «Με τη  βοήθεια της δραματοποίησης, [ο Κουντουράς] πίστευε ότι οι μαθητές μπορούν να εμβαθύνουν στο περιεχόμενο του κειμένου (λογοτεχνικού –ιστορικού) και μέσα από τη βιωματική σχέση που δημιουργείται μ’ αυτό να κατανοήσουν το περιεχόμενο αλλά και τη σημασία του.».Βλ. Θ. Γραμματάς.(2004Α ),Το Θέατρο στο Σχολείο. Μέθοδοι διδασκαλίας και εφαρμογής, Αθήνα, Ατραπός, σ.159.

[36] Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π.,σσ.175-176,179.

[37] Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π., σ. 113.

[38] Θέματα για  Tableaux Vivants (ζωντανές εικόνες) έδωσαν εκτός από τη ζωγραφική, η θρησκεία και η λαογραφία. Βλ. Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π.,σ.118.

[39] Βλ. Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π.,σ. 124.

[40] Μ. Κουντουράς.(1976), ό.π., σ. 124.

[41] Θ. Γραμματάς. (2004), ό.π., σ. 161.

[42] Ευφ. Λόντου – Δημητρακοπούλου. «Το παιδικόν θέατρον ως παιδαγωγικός και διδακτικός πάραγων», Εκπαιδευτικά Χρονικά, τχ.13, (Απρ.1934), σ. 21. και Γ. Λαδογιάννη.(1998), ό. π., σ. 98.

[43] Ευφ. Λόντου – Δημητρακοπούλου,ό.π., τχ.14, (Μάιος 1943), σ. 66.

[44] Α. Μεταξά.(1982), ό. π., σ. 9.

[45] Γ. Λαδογιάννη.(1998), ό. π., σ.100.

[46] Β. Ρώτας. (1975), Θέατρο για παιδιά, Αθήνα, Χ. Μπούρας, σ.395.

[47] «Ιησούς δωδεκαετής εν τω Ναώ,  Χορός των παιχνιδιών,  Μαξιλαριές, Τα κορίτσια επαναστατούν,  Καρδούλας, Αυτοκράτωρ Αλέξιος, Το σπιτίσιο φαϊ, Ο ψεύτης, Ο ήρωας,  Να ζη το Μεσολόγγι κτλ.». Βλ. Β. Ρώτας. (1975), ό.π., σ. 399.

[48]Β. Ρώτας. (1975), ό.π., σσ. 399-400.

[49] Β. Ρώτας. (1975), ό.π., σ. 399.

[50] Θ.Ν. Καραγιάννης. (2007), Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους. Θέατρο- Ποίηση- Πεζογραφία- «Κλασσικά εικονογραφημένα»,Αθήνα, Σύγχρονη Εποχή, σσ. 108-110.

[51] Κ. Μπρεντάνου- Τ. Τζαμαργιάς, « Το θεατρικό Σπουδαστήρι του Βασίλη Ρώτα»,Αφιέρωμα στο Β. Ρώτα 1889-1977),  Έρευνα, Αθήνα, (Ιαν. 2001), σ. 46.

[52] Σ. Μουζάκης. (52004), ό.π., σσ. 102-103.

[53] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ.93

[54] Ζωή και κίνηση της Νεολαίας μας, «ο Εορτασμός της 25ης Μαρτίου», Νεολαία, τχ.25, (1-4-1939), στο συλλογικό τόμο Γ΄, σ. 834.

[55] Ελ. Μαχαίρα. (1987), ό.π. σσ. 132-133.

[56] Μ. Πετράκη. (2006), Ο μύθος του Μεταξά, Δικτατορία και προπαγάνδα στην Ελλάδα, Αθήνα, Ωκεανίδα, σσ. 261-263.

[57] Στο περιθώριον, «Ε.Ο.Ν. και σχολεία», Νεολαία, τχ.22, (11-3-1939), στο συλλογικό τόμο Γ΄, σ.716.

[58] O Ν. Εξαρχόπουλος υπήρξε μαθητής του Γερμανού ερβατιανού παιδαγωγού, Wilhelm Rein. Ο τελευταίος μαζί με άλλους παιδαγωγούς του 19ου αιώνα θεωρούσαν πως οι εθνικές σχολικές γιορτές μπορούν να συμβάλλουν, μέσω του ‘βομβαρδισμού’ της συνείδησης των μαθητών/ μαθητριών με ισχυρά εθνικιστικά συναισθήματα, στη δημιουργία πατριωτισμού και εθνισμού, ώστε να είναι έτοιμοι για την αυτοθυσία υπέρ της πατρίδας. Κ. Μπονίδης. «Όψεις εθνοκεντρισμού στη σχολική ζωή της ελληνικής εκπαίδευσης: Οι εθνικές επέτειοι της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου», Σύγχρονη Εκπαίδευση, τχ.134,(Ιαν.-Φεβρ. 2004), σ. 70.

[59] Σ.Μ. Καλλιάφας. «Περί των Σχολικών Εορτών», Εκπαιδευτικά Χρονικά, τχ. 50ο, έτος 5ο, (Οκτ. 1937).

[60] Ν. Εξαρχόπουλος, «Αρχαί Εφαρμοσταί δια τη διεξαγωγήν των σχολικών εορτών» στο: Η λειτουργία του Πειραματικού Σχολείου εν θεωρία και πράξει, τόμ.3, 1936, Αθήνα, Δημητράκος, σ. 181.

[61] Ν. Εξαρχόπουλος.(1936), ό.π., σ.182.

[62] Ν. Εξαρχόπουλος.(1936), ό.π., σ.184.

[63] Χ. Σακελλαρίου. (1984). Η Παιδεία στην Αντίσταση, Αθήνα, Φιλιππότης, σσ. 44-51,107.

[64] Τίτλος αναγνωστικού για την Ε΄ και ΣΤ΄ δημοτικού που εκδόθηκε από την Π.Ε.Ε.Α. Βλ. Χ. Σακελλαρίου. (1984).ό.π., σ.107.

[65] Το σχολικό έτος 1940-41 κράτησε μόνο 3 μήνες και το σχολικό έτος 1941-42 μόνο 20 μέρες! Βλ.Χ. Σακελλαρίου. (1984).ό.π., σ. 27.

[66] «Σχολικό και προσκοπικό ρεπορτάζ», Ελληνόπουλο, φύλ. 13, (30-6-1945), σε συλλογικό τόμο, σ. 234.

[67] «Σχολικό και προσκοπικό ρεπορτάζ», Ελληνόπουλο, ό.π.

[68] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ.106.

[69] Ο Β. Ρώτας, την περίοδο αυτή γράφει κείμενα και  για το Κουκλοθέατρο και για το Θέατρο Σκιών. Βλ. Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ.108.

[70] Β. Αναγνωστόπουλος. (111998), ό.π., σσ. 44-45.

[71] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ.108.

[72] ΦΕΚ 4, 24/10/1944, τχ. Α΄, σ. 13.

[73] Σ. Μπουζάκης. (52006), ό.π., σσ. 116-118.

[74] Π. Κυπριανός. (2004), ό.π., σ. 246.

[75] Εκπαιδευτική Νομοθεσία, έτος 8ο,τχ.9-10, (Σεπτ.- Οκτ. 1959), σ.147.

[76] Μ.Καββαδά. «Για τη μαμά μου…για τη μαμά σου…για τις μαμάδες όλου του κόσμου», Γέφυρες, τχ. 40, (Μάιος-Ιούν. 2008), σ.7.

[77] Εκπαιδευτική Νομοθεσία, ό.π., σ.147.

[78] Εκπαιδευτική Νομοθεσία, έτος Γ΄, τχ.6-7, (Ιούν.-Ιούλ. 1961), σ. 97

[79] Εκπαιδευτική Νομοθεσία, έτος ΙΒ΄, τχ.4-5, (Απριλ.- Μάιος  1964), σ. 63.

[80] Β. Δ. Αναγνωστόπουλος. (1991), Η ελληνική παιδική λογοτεχνία κατά τη μεταπολεμική περίοδο (1945-1958), Αθήνα, Καστανιώτης, σ. 165.

[81] Β. Δ. Αναγνωστόπουλος. (1991), ό.π., σ. 165.

[82] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σσ. 110-112.

[83] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ. 109.

[84]Σ. Π. Κυπριανός.(2004), ό.π., σ. 309 και Σ. Μπουζάκης. (52006), ό.π., σ. 177.

[85] Σ. Π. Κυπριανός.(2004), ό.π., σσ. 311-313.

[86] Β. Δ. Αναγνωστόπουλος. (111998), ό.π., σ. 146.

[87] Γ. Λαδογιάννη. (1998), ό.π., σ. 119.

[88] Η σχολική γιορτή των Χριστουγέννων στις 23 Δεκεμβρίου αναφέρεται στο νόμο 6 του 1961, αλλά έκτοτε δεν υπάρχει  κάποια εγκύκλιος του Υπουργείου  Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων ή κάποιο Προεδρικό Διάταγμα που να την καθιερώνει. Στην πράξη αυτή λαμβάνει χώρα κατά κανόνα μόνο στα σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης και κατ’ εξαίρεση στα σχολεία της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.

[89] Συνήθως η ανάθεση των γιορτών γίνεται στην αρχή της σχολικής χρονιάς με κριτήριο την τάξη που αναλαμβάνει ο κάθε δάσκαλος ή δασκάλα και αυτό καταγράφεται στα πρακτικά του σχολείου. Ο/Η διευθυντής/ντρια ή ο/η υποδιευθυντής/ντρια του δημοτικού σχολείου αναθέτει σχεδόν πάντα τη γιορτή της 25η Μαρτίου στο δάσκαλο της ΣΤ΄ τάξης λόγω της ενασχόλησή της με την ελληνική επανάσταση στο μάθημα της Ιστορίας, ενώ τη γιορτή της 28ης Οκτωβρίου και του Πολυτεχνείου συνήθως αναλαμβάνουν ή η Ε΄ ή η Δ τάξη αντίστοιχα. Οι λεγόμενες ΄μικρές’ τάξεις αναλαμβάνουν συνήθως τη γιορτή των Χριστουγέννων. Αν υπάρχει καθηγήτρια της Μουσικής στο σχολείο, συνήθως επιμελείται την παρουσίαση των τραγουδιών των αντίστοιχων γιορτών. Βλ. Τ. Τζαμαργιάς. (2007), «Η Λογοτεχνία στις πολιτιστικές εκδηλώσεις του Σχολείου. Διαδικασίες εμψύχωσης»,  Το σχολικό θέατρο στη διδακτική πράξη και στη σχολική ζωή, [επιμ.] Άβρα Αυδή, Πρακτικά 4ου σεμιναρίου θεατρικής παιδείας, Θεσσαλονίκη, (Φεβρ. 2006), σσ.22-23 και Χρ. Σαίτης. (2008), Ο Διευθυντής στο Δημόσιο Σχολείο, Αθήνα, ΥΠΕΠΘ, Π.Ι., σ.31 & σ.39.

[90] Θ Γραμματάς-Τ. Μουδατσάκις (2008), ό.π. σσ. 25-26 και Τ. Τζαμαργιάς. (2007), ό.π., σσ. 23-24.

About tgramma

Professor of Theater Studies University of Athens. 20, Hipokratous str. 10680, Athens tel: 00302103688474
This entry was posted in Θέατρο και Εκπαίδευση, Συνεργασίες and tagged . Bookmark the permalink.